- παρεκκαθαίρω
- παρεκ-κᾰθαίρω,A clear up, explain incidentally, Epicur.Nat. 119 G.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρεκκαθαίρω — Α εξηγώ συμπτωματικά, διασαφηνίζω παρεμπιπτόντως. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐκκαθαίρω «καθαρίζω εντελώς»] … Dictionary of Greek